- ιππέας
- ο, θηλ. ιππεύτρια (ΑΜ ἱππεύς, -έως, Α επικ. γεν. ἱππῆος) [ίππος]1. αυτός που ανεβαίνει στο άλογο, έφιππος, καβαλάρης («κοὔτε τις ἄγγελος οὔτε τις ἱππεύς... ἀφικνεῑται», Αισχύλ.)2. στρατιώτης που ανήκει στο σώμα τού ιππικού ασκημένος στην ιππασία και στο να μάχεται έφιππος («οὔ πως ἔστιν καταβήμεναι οὐδὲ μάχεσθαι ἱππεῡσι», Ομ. Ιλ.)αρχ.1. ο ηνίοχος άρματος ή ο πολεμιστής που μάχεται πάνω σε άρμα2. αυτός που συμμετέχει σε αγώνες αρματοδρομίας3. ιπποκόμος4. είδος ευκίνητων καβουριών5. ως κύριο όν. Ἱππεύςονομασία ενός κομήτη6. μέτρο χωρητικότητας καρπών7. κόσμημα για μικρά κορίτσια8. στον πληθ. οἱ ἱππεῑςα) οι πολίτες που αποτελούσαν κατά την αρχαιότητα σε πολλές πόλεις την αριστοκρατική τάξηβ) (στη Σπάρτη) αυτοί που αποτελούσαν τη σωματοφυλακή τού βασιλιάγ) (κατά τη νομοθεσία τού Σόλωνος) οι πολίτες που ανήκαν στη δεύτερη τάξη πολιτώνδ) οι βαριά οπλισμένοι μαχητές, σε αντίθεση με τους ελαφρά οπλισμένους πεζούς και τοξότες9) φρ. «τῆς πολιτείας ἱππεύς» — δημόσιος ταχυδρόμος.
Dictionary of Greek. 2013.